- διάθρεψη
- [-ις (-εως)] η1) кормление, вскармливание; откармливание; 2) предоставление необходимых средств для кормления
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διάθρεψη — η (AM διάθρεψις, εως) [διατρέφω] 1. πλήρης, κανονική θρέψη, διατροφή, θρέψιμο 2. το αποτέλεσμα τής θρέψης 3. η παροχή τών αναγκαίων για τη διατροφή … Dictionary of Greek
διαθρέψῃ — διατρέφω breed up aor subj mid 2nd sg διατρέφω breed up aor subj act 3rd sg διατρέφω breed up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαθρεπτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τη διάθρεψη 2. αυτός που συντελεί στη διάθρεψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < διάθρεψις. Η λ. μαρτυρείται από το 1849 στον Τιμολ. Ε. Δρακούλη] … Dictionary of Greek
διατήρηση — η (AM διατήρησις) [διατηρώ] 1. διαφύλαξη, συντήρηση, διάσωση από τη φθορά 2. διάθρεψη, διατροφή 3. παραμονή στην ίδια κατάσταση χωρίς μεταβολές … Dictionary of Greek